- τρηματώδης
- -ες / τρηματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [τρῆμα, -ατος]ο γεμάτος οπέςνεοελλ.φρ. «τρηματώδεις σκώληκες» ή, απλώς, «οι τρηματώδεις»ζωολ.ομοταξία παρασιτικών πλατυελμίνθων με 6.250 περίπου είδη, κατανεμημένα σε 2 υφομοταξίες, τη διγένεα ή δίστομα και την ασπιδόγαστρα.
Dictionary of Greek. 2013.